- οκτάφωνος
- και οχτάφωνος, -η, -ο(για μουσική κλίμακα) αυτός που έχει οκτώ φωνές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + -φωνος (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκταφωνία — και οχταφωνία, η μουσική σύνθεση για οκτώ φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκτάφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
οχτάφωνος — η, ο βλ. οκτάφωνος … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek